- ξαναφυσώ
- 1. φυσώ ξανά2. σαλπίζω πάλι, βουκινίζω ξανά, ηχώ εκ νέου («τα βούκινα ξαναφυσού, οι σάλπιγγες επαίξα κι απ' όλους το Ρωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξα», Ερωτόκρ.)3. φυσώ πάλι κάτι, κάνω κάτι να ηχήσει πάλι («ξαναφυσού τσι σάλπιγγες», Ερωτόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.